Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

τἀν μέσῳ

См. также в других словарях:

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

  • Σίβα — I Ινδική θεότητα, που προέρχεται από τη βεδική θεότητα των ανέμων Ρούντρα, που λέγεται και Γκιρίσα («Κύριος του Βουνού»), Πασουπάτι, Ούγκρα, Μαχαντέβα («Μέγας θεός») Προστάτης των γιόγκι (γιόγκα), είναι θεότητα τρομακτικού γενικά χαρακτήρα που… …   Dictionary of Greek

  • ορεχθώ — ὀρεχθῶ, έω (Α) (αμφβλ. σημ.) 1. (για ζώο που σφάζεται) εκβάλλω τραχύ ήχο από τον λάρυγγα κατά την αγωνία τού θανάτου («βόες... ὀρέχθεον ἀμφὶ σιδήρῳ σφαζόμενοι», Ομ. Ιλ.) 2. (κατ άλλη ερμ.) εκτείνομαι, τεντώνομαι κατά την αγωνία τού θανάτου 3.… …   Dictionary of Greek

  • σταθμός — Όνομα έντεκα οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (81 κάτ., υψόμ. 90 μ.) στην επαρχία Νάουσας του νομού Ημαθίας. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Νάουσας. 2. Πεδινός οικισμός (8 κάτ., υψόμ. 105 μ.), στην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Υπάγεται… …   Dictionary of Greek

  • ταναός — και ταναδός, ή, όν, θηλ. και ταναός, Α 1. επιμήκης, μακρύς («πλόκαμος... ταναός», Ευρ.) 2. ευρύς («ταναὸν αἰθέρα», Ευρ.) 3. αυτός που ηχεί δυνατά («ταναῇ ὀπί», Κόϊντ.) 4. μακροχρόνιος («ταναοῡ γήραος», Ανθ. Παλ.) 5. πλατύς («ταναὰ χείλεα»,… …   Dictionary of Greek

  • υπέρ — ὑπέρ, ΝΜΑ, και επικ. τ. ὑπείρ και λεσβιακός τ. ἴπερ και παμφυλιακός τ. ὐπάρ και αρκαδ. τ. ὁπέρ και βοιωτ. τ. οὗπερ, Α (δισύλλαβη πρόθεση που συντάσσεται με γεν., αιτ. και δοτ.) ΣΥΝΤΑΞΗ ΣΗΜΑΣΙΑ: Ι. (με γεν.) δηλώνει: 1. (σχετικά με πρόσ. και πράγμ …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»